- φιλέλληνες
- φιλέλληνfond of the Hellenesmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλελληνισμός — Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αποσκοπούσε κυρίως στην ηθική και υλική ενίσχυση του ελληνισμού κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, προπάντων όμως κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 29. Το φαινόμενο του φ. συνδέεται άμεσα με το … Dictionary of Greek
Γκόρντον, Τόμας — (Thomas Gordon, ; – 1841).Σκοτσέζος στρατιωτικός. Υπήρξε από τους πρώτους φιλέλληνες που πήραν ενεργό μέρος στον Αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία. Ο Γ. με άλλους φιλέλληνες έφτασε με πλοίο από τη Μασσαλία στο ελληνικό στρατόπεδο των… … Dictionary of Greek
Φαβιέρος, Κάρολος — (Fabvier, Ποντ α Μουσόν 1783 – Μποσέν 1855). Γάλλος στρατιωτικός και φιλέλληνας. Σπούδασε στο Παρίσι και πήρε μέρος στους Nαπολεόντειους πολέμους (διακρίθηκε στη μάχη του Εϊλό το 1807). Το 1807 πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, για να βοηθήσει τους … Dictionary of Greek
Джарвис, Джордж — Джордж Джарвис (англ. George Jarvis, греч. Τζώρτζ Τζάρβις; 1797(1797), Альтона (ныне в черте Гамбурга) 11 августа 1828, Аргос) американский филэллин, генерал лейтенант греческой армии, участник Освободительной войны… … Википедия
Палма, Алерино — Алерино Палма (ит. Alerino Palma di Cesnola, Ривароло Канавезе, 1776 Эрмуполис, 1851) итальянский революционер и филэллин, юрист, писатель. Биография Граф Алерино Палма родился в 1776 году в городе Ривароло Канавезе, Пьемонт. Будучи… … Википедия
Рейбо, Максим — Луис Максим Рейбо (фр. Louis Maxime Raybaud, 5 ноября 1760 St Paul 27 августа 1842 La Colle sur Loup, Приморские Альпы (департамент)) французский офицер и писатель, филэллин и участник Освободительной войны Греции.[1][2] Биография Не… … Википедия
Ναβαταίοι — Λαός αραβικής καταγωγής, που κατοικούσε στην Πετραία Αραβία. Κατοικούσαν αρχικά στις όχθες του Ευφράτη. Από τον 8o αι. π.Χ. άρχισαν να κατεβαίνουν στον νότο, όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στη Νεκρά θάλασσα και στον Αϊλανιτικό κόλπο.… … Dictionary of Greek
ανέ — (19ος αι.).Βέλγος φιλέλληνας. Στη μάχη του Πέτα, μαζί με τον Γερμανό φιλέλληνα Χέλμαν, αν και τραυματισμένοι, κατόρθωσαν με 23 άλλους φιλέλληνες να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές πολεμώντας με τις λόγχες τους και να σωθούν. * * * κ. ανέν κ.… … Dictionary of Greek
φιλελληνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φιλέλληνες ή στον φιλελληνισμό 2. αυτός που υποστηρίζει τα συμφέροντα και τα δίκαια τών Ελλήνων («φιλελληνική πολιτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλέλληνας + κατάλ. ικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1825 στην … Dictionary of Greek
Άρτα — Πόλη (υψόμ. 30 μ., 19.435 κάτ.) της Ηπείρου, πρωτεύουσα του νομού Άρτης (βλ. λ.) και έδρα του ομώνυμου δήμου (βλ. λ. Αρταίων, δήμος). Η πόλη είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του κάτω ρου του ποταμού Αράχθου, στην προσχωσιγενή πεδιάδα της Ά. ή… … Dictionary of Greek